χαμαιστρωσία

From LSJ
Revision as of 17:08, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → women know nothing except from what they want

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαιστρωσία Medium diacritics: χαμαιστρωσία Low diacritics: χαμαιστρωσία Capitals: ΧΑΜΑΙΣΤΡΩΣΙΑ
Transliteration A: chamaistrōsía Transliteration B: chamaistrōsia Transliteration C: chamaistrosia Beta Code: xamaistrwsi/a

English (LSJ)

ἡ, a bed on the ground, Sch.S.Ph.33.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιστρωσία: ἡ, κοίτη ἣν ἡ γῆ ὑποστρώννυσι, δηλ. κοίτη ἐκ φύλλων ἐπὶ τοῦ ἐδάφους, στρῶμα κατὰ γῆς, «χαμαιστρωσία ἐκ φύλλων» Σχόλ. εἰς Σοφ Φιλ. 33 πρὸς ἑρμην. τοῦ στειπτῆ φυλλάς, Κ Μανασσ. Χρον. 6492· ὡσαύτως χαμαιστρωτία, Χριστ. Πάσχων 1852.

Greek Monolingual

και χαμαιστρωτία, ἡ, Μ χαμαίστρωτος
στρώμα που βρίσκεται καταγής.

German (Pape)

ἡ, Lager auf der Erde, Schol. Soph. Phil. 33.