χελώνιον
Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei
English (LSJ)
τό,
A tortoise shell, Arist. PA671a32, Resp.479a6 (v.l. χελωνιδίων), Ael.NA7.16.
2 crab's shell, Plu.2.400a, Suid.s.v. Τενέδιος.
II arched part of the back, Poll.2.177: pl., muscles of the back, prob. for χελύνια in LXX De.34.7.
III part of a lock, IG11(2).287A46 (Delos, iii B. C.), Inscr.Délos 316.72 (iii B. C.), PTeb.46.17 (ii B. C.), BGU1028.20,26 (ii A. D.), POxy.113.4 (ii A. D.), Theognost.Can.124, Sch.Od.21.47.
2 arch or bow for releasing the string of the stomach-bow, Hero Bel.77.11.
3 knob against which the butt-ends of the arms of a torsion-engine rest, ib.93.7.
4 prob. part of an irrigation machine, PLond.3.1177.179 (ii A. D.); part of a crane in which the axle turns, Vitr.10.2.2, al.
German (Pape)
[Seite 1349] τό, s. unter χελώνειον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
I. écaille ou carapace de tortue;
II. p. anal. :
1 dos écailleux du crabe;
2 monnaie de Ténédos avec une empreinte de tortue.
Étymologie: χελώνη.
Greek (Liddell-Scott)
χελώνιον: τό, ὄστρακον χελώνης, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 9, 2, π. Ἀναπν. 17, 4 (διάφ. γραφ. χελωνιδίων), Αἰλ. π. Ζ. 7. 16. 2) = χέλιον, Πλούτ. 2. 400Α, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. Τενέδιος. ΙΙ. τὸ κυρτὸν μέρος τῆς ῥάχεως, Πολυδ. Β΄, 177· πρβλ. χέλυς ΙΙ - ἀλλὰ παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Δευτ. ΛΔ΄, 7) χελώνια φαίνεται ὅτι λέγονται οἱ μυῶνες τῶν νώντων ἢ ἡ ἰσχὺς αὐτῶν. ΙΙΙ. μέρος κλείθρου, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Φ. 47. Βιτρούβ.
Russian (Dvoretsky)
χελώνιον: τό
1 щиток черепахи Arst.;
2 скорлупа (τῶν καρκίνων Plut.).