κραταιγύαλος
πάντων χρηµάτων µέτρον ἐστίν ἄνθρωπος, τῶν µέν ὄντων ὡς ἐστιν, τῶν δέ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν → man is the measure of all things, of things which are, that they are, and of things which are not, that they are not (Protagoras fr.1)
English (LSJ)
[ῠ], ον<, with strong γύαλα, strongly arched, θώρηκες Il.19.361.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux membres robustres, càd aux pièces fortement assujetties.
Étymologie: κράτος, γύαλον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κραταιγύαλος -ον [κράτος, γύαλον] met sterke platen (van een pantser).
Russian (Dvoretsky)
κρᾰταιγύᾰλος: состоящий из крепких выпуклых половин, т. е. крепкий, прочный (θώρηκες Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
κρᾰταιγύᾰλος: -ον, (ἴδε κραταιὸς) ἔχων ἰσχυρὰ γύαλα, (γύαλα δὲ τὰ κοιλώματα), ἰσχυρός, θώρηκες Ἰλ. Τ. 361.
English (Autenrieth)
with strong breastplates, Il. 19.361†. (See cut No. 55.)
Greek Monolingual
κραταιγύαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει καλά προσαρμοσμένα ημιθωράκια, ισχυρός («ἀσπίδες ὀμφαλόεσσαι θώρηκές τε κραταιγύαλοι», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κραται- (< κράτος) + γύαλον «ημιθωράκιο»].
Greek Monotonic
κρᾰταιγύᾰλος: -ον (γύαλον), αυτός που έχει ισχυρό θώρακα, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
κρᾰται-γύᾰλος, ον γύαλον
with strong plates, Il.
German (Pape)
mit starken Höhlungen (κραταιός, γύαλον), θώρηκες, Il. 19.360.