ἀκροθινιάζομαι
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
English (LSJ)
take the spoils, pick out for oneself, E.HF 476, cf. Dionys.Trag.1:—Act. in Hsch.
Spanish (DGE)
(ἀκροθῑνιάζομαι)
• Morfología: [tard. act., Hsch.]
tomar como botín escogido νύμφας E.HF 476, ἀπαρχάς Dionys.Trag.1.
German (Pape)
[Seite 83] als Bestes auserwählen, νύμφας Eur. Herc. F. 470; ἀπαρχάς Ath. IX, 401 f.
French (Bailly abrégé)
1 choisir comme prémices;
2 offrir comme prémices, sacrifier.
Étymologie: ἀκροθίνιον.
Russian (Dvoretsky)
ἀκροθῑνιάζομαι: выбирать в качестве лучшего (τινα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροθῑνιάζομαι: ἀποθ., λαμβάνω τὰ ἀκροθίνια, λαμβάνω τὸ κάλλιστον μέρος, ἐκλέγω δι’ ἐμαυτόν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 476.
Greek Monolingual
ἀκροθινιάζομαι (Α) ἀκροθίνιον
διαλέγω για τον εαυτό μου το ανώτερο, το καλύτερο μέρος από κάτι.
Greek Monotonic
ἀκροθῑνιάζομαι: αποθ. (ἀκροθίνια), παίρνω το καλύτερο μέρος, διαλέγω, ξεχωρίζω για τον εαυτό μου, σε Ευρ.