ἀσύμφυλος
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
ον, not akin, unlike, Dsc.1Praef.3, J.AJ11.6.5, Luc.Hist.Conscr.11; incompatible, unsuitable, Plu.2.709b, etc. Adv. -λως Sch.Il.9.643.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no es de la misma clase o tipo, diferente de abstr. δυνάμεις Dsc.1 praef.3, τὸ πρὸς τὴν θάλατταν ἔχθος ὡς ἀσύμφυλον ἡμῖν el odio al mar como algo no relacionado con nosotros Plu.2.729a, b
•de pers. ὁ δὲ ἀσυμφύλους καὶ ἀσυναρμόστους ἐπάγων introduciendo éste gente de tipos diferentes e incorruptibles Plu.2.709b
•subst. τὸ ἀσύμφυλον Luc.Hist.Cons.11.
2 antisocial ἔθνος I.AI 11.212, ἡδοναί Plu.2.993d, ἀλλοτριότης Gr.Nyss.Eun.1.224.6.
3 inadecuado τροφαί Plu.2.996a.
German (Pape)
[Seite 380] eigtl. nicht stammverwandt; übertr., fremd, neben ἀλλότρια Plut., nicht zusammenpassend, Symp. 8, 8, 2; καὶ ἀνάρμοστος Luc. Qu. hist. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non de la même tribu ou de la même famille, étranger;
2 incompatible.
Étymologie: ἀ, σύμφυλος.
Russian (Dvoretsky)
ἀσύμφῡλος: досл. принадлежащий к другой филе перен. неродственный, чуждый, неподходящий (τινι Plut., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀσύμφῡλος: -ον, ὁ μὴ σύμφυλος, ξένος, ἀνόμοιος, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ., Πλούτ. 2. 709Β, κτλ. - Ἐπίρρ. -λως Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ι. 643.
Greek Monolingual
ἀσύμφυλος, -ον (Α) σύμφυλος
μη συγγενικός, ανόμοιος.