κεφαλωτός

From LSJ
Revision as of 11:30, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

οὐ βούλομαι δυσχερὲς εἰπεῖν οὐδὲν ἀρχόμενος τοῦ λόγου, οὗτος δ' ἐκ περιουσίας μου κατηγορεῖ → for me—but I wish to say nothing untoward at the beginning of my speechwhereas he prosecutes me from a position of advantage | but for me—I do not wish to say anything harsh at the beginning of the speech, but he prosecutes me from a position of strength

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεφᾰλωτός Medium diacritics: κεφαλωτός Low diacritics: κεφαλωτός Capitals: ΚΕΦΑΛΩΤΟΣ
Transliteration A: kephalōtós Transliteration B: kephalōtos Transliteration C: kefalotos Beta Code: kefalwto/s

English (LSJ)

ή, όν, with a head, headed, Arist.Cat.7a16; of plants with a head, πράσον Dsc.2.149, cf. Epaenet. ap. Ath.9.371e, Mnesith. Cyz. ap. Orib.inc.15.18, Gp.12.1.8: Subst. -ωτόν (sc. πράσον), τό, BGU1120.16 (i B.C.); also, of a bolt, with a flat head, περόνη κ. Ph. Bel.76.3.

German (Pape)

[Seite 1428] mit einem Kopfe versehen, kopfartig, von Knollengewächsen, wie Knoblauch, Ath. XI, 371 e, Theophr. u. A.

Russian (Dvoretsky)

κεφᾰλωτός: имеющий голову (ζῷον Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κεφᾰλωτός: -ή, -όν, ἔχων κεφαλήν, Ἀριστ. Κατηγ. 7. 12· ἐπὶ φυτῶν ἐχόντων κεφαλήν, οἷον τὸ σκόροδον, Διοσκ. 2. 179, Ἀθήν. 371Ε.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κεφαλωτός, -ή, -όν)
(κυρ. για καρφιά) αυτός που είχει κεφάλι ή εξόγκωμα που μοιάζει με κεφάλι
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. το κεφαλωτό (ενν. οστό)
οστάριο του δεύτερου στοίχου τών οστών του καρπού μεταξύ ελάσσονος, πολύγωνου και αγκιστρωτού
2. βοτ. το αρσ. ως ουσ. ο κεφαλωτός
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών της οικογένειας κεφαλωτίδες
αρχ.
1. αυτός που έχει κεφάλι
2. το ουδ. ως ουσ. τo κεφαλωτόν
το πράσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλή + επίθημα -ωτός (πρβλ. αγκυλωτός, ελικωτός)].