ἀμπελουργικός
ἄλογον δὴ τὸ μήτε μάχης ἄρξασθαι μήτε τοὺς φίλους φυλάξαι, ἐὰν ὑπό γε τῶν βαρβάρων ἀδικῆσθε → It is irrational neither to begin battle nor to guard the friends, if you are ever wronged by the foreigners
English (LSJ)
Dor. ἀμπελωργικός, ή, όν, of or for culture of vines, (γᾶ) Tab.Heracl.2.43; ἡ ἀμπελουργική (sc. τέχνη), vine-dressing, Pl.R.333d, Ph.1.329. Adv. ἀμπελουργικῶς Poll.7.141.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Alolema(s): dór. -ωργικός TEracl.2.43
I 1que es para cultivar vides (γᾶ) TEracl.l.c., δρέπανον ἀ. navaja podadera, PCair.Zen.782 a 52 (III a.C.), BGU 1539.3 (II a.C.), ἀ. ἔργον trabajo en las viñas, POxy.1692.26 (II a.C.), ἐργασία SB 7369.11 (VI a.C.), PLond.1003.10 (VI d.C.) en BL 1.296
•subst. ὁ ἀ. viticultor Poll.7.141.
2 subst. ἡ ἀμπελουργική cultivo de la vid, viticultura Pl.R.333d, Ph.1.329, 350, Origenes Cels.4.76
•τὰ ἀ. trabajo en la viña τῶν ἀμπελουργικ[ῶ] ν μισ[θω] τὰς γενέσθαι que arrienden los trabajos de las viñas, POxy.1590.9 (VI a.C.).
II adv. ἀμπελουργικῶς = como en el cultivo de la vid Poll.7.141.
German (Pape)
[Seite 129] zum Winzer gehörig, ἡ ἀμπ., Kunst des Weinbaues, Plat. Rep. I, 393 d.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελουργικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἐπιτήδειος εἰς τὴν καλλιέργειαν τῶν ἀμπελώνων: - ἡ ἀμπελουργικὴ (ἐνν. τέχνη), ἡ τέχνη τῆς καλλιεργείας τῆς ἀμπέλου, Πλάτ. Πολ. 333D. - Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. 7. 141.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀμπελουργικός, -ή, -ὸν) ἀμπελουργός
1. ο σχετικός με την αμπελουργία ή ο κατάλληλος γι’ αυτήν
2. (το θηλυκό ως ουσιαστικό) η αμπελουργική
η τέχνη της αμπελοκαλλιέργειας και του αμπελουργού, η αμπελουργία.