ἰσχιάς
Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt bene → Trotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht
English (LSJ)
(sc. νόσος), άδος, ἡ, A hip-disease, Hp.Aph.6.59,60. 2 sciatica, ib.3.22 (pl.), Id.Aër. 22 (pl.), Thphr.HP9.13.6 (pl.); ἰ. χρονία Dsc.1.10. II = λευκάκανθα, Id.3.19, cf. Gal.12.58.
German (Pape)
[Seite 1272] άδος, ἡ, die Hüften betreffend, bes. sc. νόσος, Hüftschmerzen, Lendengicht, Hippocr. u. a. Medic.
Russian (Dvoretsky)
ἰσχιάς: άδος ἡ ἰσχίον (sc. νόσος) исхиада или исхиас (неправильно ишиас), болезнь или воспаление седалищного нерва Plin.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχιάς: (ἐξυπακουομ. τοῦ νόσος), άδος, ἡ, πάθος τοῦ ἰσχίου μετ’ ὀδύνης εἰς τὴν πρόσφυσιν αὐτοῦ καὶ εἰς τὸ πυγαῖον ἄκρον καὶ εἰς τὸν γλουτόν, Ἱππ. Ἀφ. 1248, π. Ἀέρ 293. ΙΙ. εἶδος ἀκάνθης, Γαλην.
Greek Monolingual
ἰσχιάς, -άδος, ἡ (Α) ισχίο
1. νευραλγία του ισχιακού νεύρου, ισχιαλγία
2. είδος αγκαθιού, λευκάκανθα.