κορακοειδής

From LSJ
Revision as of 12:32, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κορᾰκοειδής Medium diacritics: κορακοειδής Low diacritics: κορακοειδής Capitals: ΚΟΡΑΚΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: korakoeidḗs Transliteration B: korakoeidēs Transliteration C: korakoeidis Beta Code: korakoeidh/s

English (LSJ)

ές, A like a raven, of raven kind, Arist.HA488b5:—also κορᾰκώδης, ες, Id.GA756b21, PA662b7. 2 like a crow's beak, ἀπόφυσις τῆς ὠμοπλάτης Gal UP13.12, cf. eund.2.275.

German (Pape)

ές, rabenartig; ὄρνιθες Arist. H.A. 1.1; Galen.

Russian (Dvoretsky)

κορᾰκοειδής: похожий на ворона, вороновый (ὄρνιθες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

κορᾰκοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς κόρακα, ἐκ τοῦ εἴδους τοῦ κόρακος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1, 1, 30· οὕτω κορᾰκώδης, ες, ὁ αὐτ. π. Ζ. Γεν. 3. 6, 3, π. Ζ. Μορ. 3. 1, 15. 2) ὅμοιος πρὸς τὸ ῥάμφος κόρακος, Γαλην. 2. 275.

Greek Monolingual

ές (ΑM κορακοειδής, -ές και κορακώδης, -ες)
αυτός που μοιάζει με κόρακα
νεοελλ.
1. αγκιστροειδής
2. φρ. «κορακοειδής απόφυση»
ανατ. προεξοχή του άνω χείλους του οστού της ωμοπλάτης στην οποία προσφύονται πολλοί μύες και σύνδεσμοι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόραξ, -κος + -ειδής (< εἶδος). Ως επιστημον. όρος η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. coracoid].