λουτήριον

From LSJ
Revision as of 12:34, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2")

ἐγὼ δ' ἀνάγκῃ προύμαθον στέργειν κακά → I have been slowly schooled by necessity to endure misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λουτήριον Medium diacritics: λουτήριον Low diacritics: λουτήριον Capitals: ΛΟΥΤΗΡΙΟΝ
Transliteration A: loutḗrion Transliteration B: loutērion Transliteration C: loutirion Beta Code: louth/rion

English (LSJ)

τό, Dor. λωτήριον Tab.Heracl.1.184, A = λουτήρ, Antiph.208, IG22.1425.371 (iv B. C.), PLond.2.193.21 (ii A. D.); λουτήρια μέγιστα A.Fr.366. II a kind of cup, Epig.6.

German (Pape)

τό, dim. zu λουτήρ, Aesch. frg. 321; eine Art Becher, Epigen. bei Ath. XI.486c.

Russian (Dvoretsky)

λουτήριον: τό ванна, водоем для купания Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

λουτήριον: τό, ὑποκορ. τοῦ λουτήρ, Ἀντιφάν. ἐν «Τραυματίᾳ» 2· λουτήρια μέγιστα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332. ΙΙ. εἶδος ποτηρίου, Ἐπιγέν. ἐν «Μνηματίῳ» 1.

Greek Monolingual

λουτήριον, τὸ (AM, Α δωρ. τ. λωτήριον) λουτήρ
ο λουτήρας
μσν.
1. το δοχείο στο οποίο πλένονται τα ποτήρια
2. το βαπτιστήριο
αρχ.
είδος ποτηριού.