νηποινεί
ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → root of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money
English (LSJ)
Adv. of sq., with impunity, especially in phrase νηποινεὶ τεθνάναι, SIG194.10 (Amphipolis, iv B.C.), Lexap.And.1.95, Lexap.D.23.60, cf. Pl.Lg.874c; ν. ἀποκτείνειν (v.l. νήποινα) X.Hier.3.3.
French (Bailly abrégé)
adv.
impunément.
Étymologie: νήποινος.
Greek Monolingual
νηποινεί και νηποινί (Α)
επίρρ. χωρίς τιμωρία, ατιμώρητα, ατιμωρητί («τοὺς μοιχοὺς νομίζουσι πολλαὶ τῶν πόλεων νηποινεὶ ἀποκτείνειν», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήποινος + επιρρμ. κατάλ. -εί / ί (πρβλ. αθε-εί, κληρωτ-ί)].
Greek Monotonic
νηποινεί: ή -ί, Επίρρ., Λατ. impune, χωρίς τιμωρία, ατιμωρητί, σε Πλάτ.
German (Pape)
= νηποινί.
Russian (Dvoretsky)
νηποινεί: или νηποινί adv. безнаказанно Xen., Plat., Dem.
Middle Liddell
Lat. impune, Plat. [from νήποινος