τριβάρβαρος
From LSJ
English (LSJ)
ον, thrice-barbarous, Plu.2.14b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
(trois fois càd) tout à fait barbare.
Étymologie: τρίς, βάρβαρος.
German (Pape)
sehr barbarisch, Plut. educ.lib. 20.
Russian (Dvoretsky)
τρῐβάρβᾰρος: трижды, т. е. совершенно варварский Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐβάρβᾰρος: -ον, τρὶς βάρβαρος, Ἰλλυρὶς καὶ τριβάρβαρος Πλούτ. 2. 14Β, Κ. Μανασσ. Χρον. 3539, 3948, 6589, 6604, 6679, κτλ.