παράπρισμα
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
ατος, τό, sawdust, filings, in plural, ἐλέφαντος, ἐβένου, Inscr.Délos 298 A 181, 320B68 (iii B.C.): metaph., παραπρίσματ' ἐπῶν Ar.Ra.881.
German (Pape)
[Seite 496] τό, was beim Sägen daneben abfällt, Sägespäne; übertr., παραπρίσματ' ἐπῶν, Ar. Ran. 881.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 ce que l'on scie, sciure, copeau, éclat;
2 tumeur dure sur la jambe d'un cheval.
Étymologie: παρά, πρίω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρά-πρισμα -ατος, τό zaagsel, vijlsel; overdr.: παραπρίσματ’ ἐπῶν spitsvondige verzen Aristoph. Ran. 881.
Russian (Dvoretsky)
παράπρισμα: ατος τό pl. опилки: παραπρίσματ᾽ ἐπῶν Arph. стихотворные крохи, стишки.
Greek Monolingual
-ατος, τὸ, Α
(κυρίως στον πληθ.) τὰ παραπρίσματα
α) πριονίσματα, πριονίδια
β) μτφ. (για λόγο) λεπτολογήματα, λεπτολογίες, ανάξιες λόγου αναπτύξεις («παραπρίσματ' ἐπῶν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + πρῑσμα «πριονίδι»].
Greek Monotonic
παράπρισμα: -ατος, τό (πρίω), ροκανίδι, πριονίδι, μεταφ. λέγεται για ποιητικές φράσεις, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
παράπρισμα: τό, πριονίσματα,πριονίδια, μεταφορ., παραπρίσματ’ ἐπῶν Ἀριστοφ. Βάτρ. 881. ΙΙ. νόσημά τι γινόμενον ἐν τοῖς σκέλεσι τῶν ἵππων, Ἱππιατρ.
Middle Liddell
παρά-πρισμα, ατος, τό, πρίω
saw-dust, metaph., of poetic phrases, Ar.
Translations
sawdust
Albanian: tallash; Arabic: نُشَارَة; Egyptian Arabic: نشارة; Armenian: թեփ; Assyrian Neo-Azerbaijani: kəpək; Basque: zerrauts; Belarusian: пілавінне, апілкі; Bulgarian: стърготини; Catalan: serradures; Cherokee: ᎤᏍᎪᎬ; Chinese Mandarin: 鋸末, 锯末; Min Nan: 鋸屑, 锯屑; Classical Syriac: ܒܪܘܬܐ, ܢܣܪܬܐ; Czech: piliny; Danish: savsmuld or; Dutch: zaagsel; Esperanto: segaĵo; Faroese: saguspønir; Finnish: sahanpuru; French: sciure; Friulian: seadure; Galician: serraduras; Georgian: ნახერხი; German: Sägemehl, Sägespäne; Greek: ροκανίδι, πριονίδι; Ancient Greek: παράπρισμα, παραπρίσματα, πρίσμα, πρῖσμα, πρίονος ἐκβρώματα; Hawaiian: oka lāʻau; Hungarian: fűrészpor; Icelandic: sag; Ido: seg-pulvero; Indonesian: serbuk gergaji; Irish: min sáibh; Italian: segatura; Japanese: 木屑; Lao: ຂີ້ເລື່ອຍ; Latin: scobis, lanugo; Malagasy: tain-tsofa; Maori: kotakota; Norwegian: sagmugg; Bokmål: sagflis; Nynorsk: sagflis; Pashto: بوره; Plautdietsch: Soagespoon; Polish: trociny; Portuguese: serragem; Romanian: rumeguș; Romansch: resgim; Russian: опилки, древесная мука; Slovak: piliny; Sorbian Lower Sorbian: drobna rěz; Upper Spanish: serrín, aserrín; Swedish: sågspån, spån; Tagalog: kusot, piyaos; Thai: ขี้เลื่อย; Turkish: talaş; Vietnamese: mùn cưa; Walloon: soyoere, soeyure; Welsh: blawd llif, llwch llif