ἀηθέσσω
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
to be unaccustomed, c. gen., once in Hom., ἀήθεσσον γὰρ ἔτ' αὐτῶν Il.10.493; ἀηθέσσουσα δύης A.R.4.38; λυγμοὶ ἀηθέσσοντες Nic.Al.378:—for A.R.1.1171 v.sq.
Spanish (DGE)
• Morfología: [impf. ἀήθεσον A.R.1.1171]
1 no estar acostumbrado c. gen. ἵπποι ... ἀήθεσσον γὰρ ἔτ' αὐτῶν (νεκρῶν) los caballos, pues, no estaban acostumbrados a ellos e.d., a pisar los cadáveres, Il.10.493, c. ac. ἀηθέσσουσα δύην καὶ δούλια ἔργα A.R.4.38, c. part. χεῖρες γὰρ ἀήθεσον ἠρεμέουσαι A.R.1.1171.
2 no ser corriente, ser inhabitual λυγμοὶ ἀηθέσσοντες náuseas inhabituales Nic.Al.378.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
n'être pas, n'être plus habitué à, gén..
Étymologie: ἀήθης.
German (Pape)
ungewohnt sein, Hom. einmal, Il. 10.493 νεκροῖς ἀμβαίνοντες, ἀήθεσσον γὰρ ἔτ'αὖτῶι; ἔτι ἀηθέσσουσα δύης Ap.Rh. 4.38.
Russian (Dvoretsky)
ἀηθέσσω: (impf. ἀήθεσσον) не привыкнуть: ἀ. τινός Hom. не иметь привычки к чему-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀηθέσσω: ποιητ. ἀντὶ ἀηθέω = εἶμαι ἀσυνήθιστος, μ. γεν. ἀήθεσσον γαρ ἔτ’ αὐτῶν, Ἰλ. Κ. 493 (τὸ μόνον Ὁμηρ. χωρίον ἔνθ’ ἀπαντᾷ)· οὕτως ἀηθέσσουσα δύης, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 38., ἀηθέσσοντες, Νικ. Ἀλεξιφ. 378: ― Παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. 1. 1171· ἀήθεσον φαίνεται κείμενον χάριν τοῦ μέτρου ἀντὶ ἀήθεσσον.
English (Autenrieth)
(ἀηθής, ἦθος): be unaccustomed to; w. gen., Il. 10.493†.
Greek Monotonic
ἀηθέσσω: ποιητ. αντί ἀηθέω, Επικ. παρατ. ἀήθεσσον, είμαι ασυνήθιστος σε κάτι· με γεν., σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
[poetic for ἀηθέω]
to be unaccustomed to a thing, c. gen., Il.