Ἐλευσίνιος
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
α, ον,
A of Eleusis, h.Cer.266, Hdt.9.57, etc.; epithet of Zeus in Ionia, Hsch.; of Artemis in Sicily and Antioch, Id., Lib. Or.11.109; but mostly of Demeter, Antim.63, etc.; Δηὼ Ἐλευσινία S.Ant. 1120(lyr.); Ἐλευσείνιαι (sic) Demeter and Cora, IG4.955.14(Epid.): hence,
II Ἐλευσίνιον, τό, their temple at Eleusis, And.1.110, IG 12.6.129.
III Ἐλευσίνια, τά, their festivals, Ἐλευσίνια μυστήρια = Eleusinian Mysteries ib.12.5, 22.847.24, Hyp.Fr.112, Paus.4.33.5, etc.: prov., Ἀττικοὶ τὰ Ἐλευσίνια, of groups of persons confabulating, Duris 95 J.: Lacon. Ἐλευhύνια, τά, IG5(1).213.11 (v B.C.).
IV Ἐλευσίνιος, ὁ (sc. μήν), name of month in Crete, GDI5183: also spelt Ἐλευσύνιος SIG712.8 (Olus), and so in Thera, Test.Epict.2.7,3.3. [σῑ, exc. in h.Cer.l.c., S.Ant.1120(lyr.).]
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): fem. -ίη Hdt.9.57, Antim.79; lacon. Ἐλευhύνιος Schwyzer 12.11, 30 (Esparta V a.C.); Ἐλευσύνιος IMaff.31.3.3 (Tera III a.C.)
A eleusinio, eleusino, de Eleusis
1 νύκτες Charito 5.4.4, τελετή Paus.10.31.11, ὄργια Gal.4.361, αἴη AP 7.39 (Antip.Thess.), χθών Nonn.D.13.188.
2 epít. de dioses o héroes:
a) du. y plu. fundamentalmente de Deméter y Perséfone τὰ ταῖν Ἐλευσινίαιν θεαῖν μυστήρια ref. Deméter y Perséfone, Pythag.Ep.2.1, cf. Alciphr.3.26.1, Sch.Th.1.139
•como subst. αἱ Ἐλευσίνιαι las (dos) diosas de Eleusis Aristid.Or.37.22, cf. HTCarie p.238 (II d.C.), πάρεδρον Ἐλευσινίαις αὐτὸν (Διόνυσον) ἐστήσαντο Aristid.Or.41.10
•tb. sg. ref. sólo a Deméter πότνια Δάματερ Ἐλευσινία Lyr.Adesp.460.11S., Ἐλευσινία Δῃώ S.Ant.1120, cf. Hdt.l.c., Pl.Ax.371e, Antim.l.c., Str.9.1.12, Paus.3.20.5, o a Core, St.Byz.s.u. Ἐλευσίς, y tb. al héroe Triptólemo ligado a ellas, Corn.ND 28;
b) de otros dioses: de Zeus entre los jonios, Hsch.
•de Ártemis en Sicilia, Hsch.
•de Dioniso, Nonn.D.31.67, y las Bacantes que acompañan a Iaco, Nonn.D.48.958.
B subst.
I ὁ Ἐ. eleusinio, eleusino
1 ét. de Eleusis h.Cer.266, Th.2.15, X.HG 2.4.9, D.44.21, 52.20, Is.3.22, Men.Sic.188, tít. de una tragedia de Esquilo, Plu.Thes.29, tít. del discurso 22 de Elio Arístides, Aristid.Or.22.
2 n. de mes en Creta (marzo/abril) ICr.1.6.2.39 (Biano II a.C.), 16.4A.8 (Lato II a.C.), en la isla de Tera IMaff.l.c.
II τὸ Ἐ.
1 Eleusinion templo de Deméter y Core al sureste del ágora de Atenas, Th.2.17, X.Eq.Mag.3.2, And.Myst.110, 132, Lys.6.4, Paus.1.14.3, Plu.2.607a, Aristid.Or.22.9, en un demo ático SEG 35.113.9 (IV/III a.C.), en Teras de Laconia al pie del Taigeto, Paus.3.20.7.
2 plu. τὰ Ἐλευσίνια misterios de Eleusis fiesta de celebración de los misterios de Eleusis que tenía lugar todos los años en el mes de Boedromión (septiembre/octubre) en honor de Deméter y Perséfone, Din.1.23, Decr. en I.AI 14.153, Aristid.Or.1.330, Paus.4.33.5, Luc.Cat.22, tb. fem. Ἐλευσινίαι Luc.Demon.11
•prov. Ἀττικοὶ τὰ Ἐλευσίνια de grupos que se confabulan, Duris 95, Plu.Prou.50, Diogenian.1.51, 2.38, Macar.2.54, Apostol.4.21
•ref. las fiestas Eleusinias celebradas en otros lugares: en Laconia (cf. B II 1) Schwyzer ll.cc., cf. Hsch., en Sicilia (cf. A 2) δελφακά τε τῶν γειτόνων τοῖς Ἐλευσινίοις φυλάσσων Epich.99.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
I. adj. d'Éleusis;
II. subst.
1 οἱ Ἐλευσίνιοι les habitants d'Éleusis;
2 αἱ Ἐλευσίνιαι les déesses d'Éleusis (Déméter et Perséphone);
3 τὸ Ἐλευσίνιον le sanctuaire de Déméter, à Athènes;
4 τὰ Ἐλευσίνια les fêtes de Déméter, à Éleusis.
Étymologie: Ἐλευσίς.
Russian (Dvoretsky)
Ἐλευσίνιος: (σῑ, поэт. тж. σῐ) элевсинский Soph., Anth.
II ὁ житель Элевсина HH, Thuc., Xen.
Greek (Liddell-Scott)
Ἐλευσίνιος: -α, -ον, ἐκ τῆς Ἐλευσῖνος, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 266, Ἡρόδ., κλ.· μάλιστα ὡς ἐπίθ. τῆς Δήμητρος καὶ τῆς Κόρης. ΙΙ. Ἐλευσίνιον, τό, ὁ ναὸς αὐτῶν ἐν Ἐλευσῖνι, Ἀνδοκ. 15. 1, Ἐπιγραφ. Βρεττ. Μουσ. 11. ΙΙΙ. Ἐλευσίνια, τά, ἑορτὴ τελουμένη εἰς τιμὴν τῆς Δήμητρος καὶ τῆς Περσεφόνης ἐν Ἐλευσῖνι, ἦσαν δὲ τὰ Ἐλευσίνια δύο, τὰ μεγάλα καὶ τὰ μικρά, περὶ ὧν ὅρα Λεξικὸν Ἀρχαιοτήτων. Ἡ συλλαβὴ σι, ἐκτὸς ἐν τῷ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. καὶ ἐν Σοφ. Ἀντ. 1120, ἔχει τὸ ι μακρόν.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM Ἐλευσίνιος, -α, -ον)
1. αυτός που προέρχεται ή κατάγεται από την Ελευσίνα ή κατοικεί σέ αυτήν
2. το ουδ. ως ουσ. τα Ελευσίνια
τα Ελευσίνια Μυστήρια προς τιμήν της Δήμητρας και της Περσεφόνης
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ Ἐλευσίνιος
επίκληση του Διός στην Ιωνία
2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἐλευσινία
επίκληση της Δήμητρας και της Περσεφόνης
3. το ουδ. ως ουσ. το Ἐλευσίνιον
ναός της Δήμητρας και της Περσεφόνης.
Greek Monotonic
Ἐλευσίνιος: -α, -ον, αυτός που κατάγεται ή προέρχεται από την Ελευσίνα, σε Ομηρ. Ύμν., Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
Ἐλευσίνιος, η, ον
of Eleusis, Hhymn., Hdt., etc. [from Ἐλευσίς