ἰκτεριώδης
From LSJ
ἵνα οὖν μηδ' ἐν τούτῳ δῷ αὐτοῖς λαβήν (Photius, Fragments on the Epistle to the Romans 483.26) → so that he doesn't give them even here a handle (= an opportunity for refutation)
English (LSJ)
ἰκτεριώδες = ἰκτερικός (jaundiced, sick with the jaundice), Hp.Aph.5.72, Dsc.3.1; and ἰκτερόεις, ἰκτερόεσσα, ἰκτερόεν , χλόος Nic.Al. 475.
Greek Monolingual
ἰκτεριώδης, -ες (Α)
ικτερικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴκτερος, υπό την επίδραση του ἰκτεριώ + κατάλ. -ώδης (πρβλ. νεφελώδης, ογκώδης)].
German (Pape)
ες, gelbsüchtig, Hippocr.