διαφαρμακεύω
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
English (LSJ)
give medicine to, τινάς v.l. in Plu.2.157c.
German (Pape)
[Seite 609] durch Arznei reinigen, κάμνοντας Plut. Conv. Sept. Sap. 14.
French (Bailly abrégé)
soulager avec des remèdes.
Étymologie: διά, φαρμακεύω.
Russian (Dvoretsky)
διαφαρμᾰκεύω: исцелять (τοὺς κάμνοντας τῷ λόγῳ Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
διαφαρμᾰκεύω: χορηγῶ φάρμακον εἴς τινα, τινὰ Πλούτ. 2. 157C.
Greek Monolingual
διαφαρμακεύω (Α)
χορηγώ φάρμακα.