ἐναμβλύνω
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
deaden or discourage besides, τοὺς συνάρχοντας Plu.Nic. 14.
Spanish (DGE)
1 desanimar τοὺς συνάρχοντας Plu.Nic.14.
2 en v. med.-pas. obcecarse τί οὖν τῷ ἀλλοτρίῳ ἐναμβλύνῃ ὡς σῷ; Nil.M.79.1164A.
German (Pape)
[Seite 826] daran abstumpfen, καὶ τὴν ἀκμὴν διαφθεῖραι Plut. Nic. 14.
French (Bailly abrégé)
émousser.
Étymologie: ἐν, ἀμβλύνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐναμβλύνω: досл. притуплять, перен. расхолаживать (τινά Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐναμβλύνω: καθιστῶ τι ἐσωτερικῶς ἀμβλύ, μεταφορ., ἀθυμίαν παρέχω, καθιστῶ τινα ἄτολμον, Πλουτ. Νικ. 14.
Greek Monolingual
ἐναμβλύνω (Α)
1. κάνω κάτι εσωτερικά αμβλύ
2. μτφ. κάνω κάποιον άτολμο, αποθαρρύνω.
Greek Monotonic
ἐναμβλύνω: [ῡ], συγκρατώ, κατασιγάζω, εξασθενίζω, αποθαρρύνω, σε Πλούτ.
Middle Liddell
to deaden or discourage besides, Plut.