ἀνοδύρομαι
Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.
English (LSJ)
[ῡ], break into wailing, E.Hyps.Fr.1 iv 7, X.Cyr.5.1.6, Plu.2.123c.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ῡ-]
lamentarse abs. E.Fr.1.4.7 Bond, X.Cyr.5.1.6, Plu.2.123c, X.Eph.2.11.4, 3.6.2.
French (Bailly abrégé)
déplorer à grands cris.
Étymologie: ἀνά, ὀδύρομαι.
German (Pape)
aufschreien, in Klagen ausbrechen, Xen. Cyr. 5.1.6; Plut.
Russian (Dvoretsky)
ἀνοδύρομαι: разражаться жалобами, (за)рыдать Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνοδύρομαι: ἀποθ., ὀδύρομαι, κλαίω ὀδυρόμενος, θρηνολογῶ, Ξεν. Κύρ. 5. 1, 6, Πλούτ. 2. 123C.
Greek Monolingual
ἀνοδύρομαι (Α)
κλαίω, θρηνώ γοερά.
Greek Monotonic
ἀνοδύρομαι: [ῡ], μέλ. -ῠροῦμαι, αποθ., ξεκινώ θρήνο, σε Ξεν.
Middle Liddell
Dep. to set up a wailing, Xen.