μελανθέλαιον
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
τό, oil of μελάνθιον, Dsc.1.37 (marg.).
German (Pape)
[Seite 119] τό, Oel aus Melanthium, Diosc.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
huile de nielle.
Étymologie: μελάνθιον, ἔλαιον.
Greek (Liddell-Scott)
μελανθέλαιον: τό, ἔλαιον τοῦ μελανθίου, Διοσκ. 1. 46, ἐν τῇ ἐπιγραφῇ.
Greek Monolingual
μελανθέλαιον, τὸ (Α)
το έλαιο του μελανθίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελάνθιον + ἔλαιον.