χόλιος
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
α, ον, angry, c. dat., AP9.165 (Pall.).
German (Pape)
[Seite 1363] auch 2 Endgn, zornig, zürnend, Pallad. 11 (IX, 165).
French (Bailly abrégé)
α, ον :
irrité.
Étymologie: χόλος.
Russian (Dvoretsky)
χόλιος: и 2 раздраженный, разгневанный: χ. τινι Anth. рассерженный на кого-л.
Greek (Liddell-Scott)
χόλιος: -α, -ον, καὶ ος, ον, πλήρης χόλου, ὠργισμένος οἶδεν Ὅμηρος, καὶ Δία συγγράψας τῇ γαμετῇ χόλιον Ἀνθ. Παλ. 9. 165.
Greek Monolingual
-ία, -ον, Α χόλος
οργισμένος, πολύ θυμωμένος.
Greek Monotonic
χόλιος: -α, -ον και -ος, -ον (χόλος), αγριεμένος, θυμωμένος, σε Ανθ.