ἀκρόβυστος
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ον, uncircumcised, Aq.Ex. 6.12, etc.
Spanish (DGE)
-ον
1 no circuncidado e.d. gentil Ign.Phil.6.1.
2 en situación de dificultad ἀ. χείλεσι que no puede hablar Aq.Ex.6.12.
German (Pape)
[Seite 83] (an der Spitze bedeckt), unbeschnitten, LXX.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
incirconcis.
Étymologie: déform. de ἀκροποσθία.
Greek Monolingual
ἀκρόβυστος, -ον (Α)
αυτός που δεν υπέστη περιτομή, αυτός που έχει ακροβυστία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκροβυστία, υποχωρητικά.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκροβυστῶ].