δυσχώριστος
οἱ βάρβαροι τῇ ἀλήκτῳ συνουσίᾳ ὑπνώθησαν → the barbarians, exhausted by unremitting intercourse, fell asleep
English (LSJ)
ον, hard to separate, Gal.2.700 (Comp.); hard to distinguish, ἡ κολακεία τῆς φιλίας δ. Plu.2.51a.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de abrir separando ὁ ὑμήν Gal.2.350, σώματα Gal.2.700.
2 difícil de distinguir ἡ κολακεία τῆς φιλίας ... δ. Plu.2.51a, δυσχώριστα ... τὰ τῶν ἡλικιῶν Dauid in Porph.176.13.
German (Pape)
[Seite 691] schwer zu trennen, zu lösen, Plut. de adul. et am. discr. 5. S. δυσχώρητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à séparer, à démêler.
Étymologie: δυσ-, χωρίζω.
Russian (Dvoretsky)
δυσχώριστος: в котором трудно разобраться, запутанный (Polyb. - v.l. δυσχώρητος).
Greek (Liddell-Scott)
δυσχώριστος: -ον, ὃν δύσκολον εἶναι νὰ χωρίσῃ τις, ἀδιαχώριστος, ἀδιάλυτος, Πολύβ. 24. 1, 13.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α δυσχώριστος, -ον)
1. δυσκολοχώριστος
2. αυτός που δύσκολα διακρίνεται.