μοναρχέω

From LSJ
Revision as of 18:18, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Οὐκ ἔστι σοφίας κτῆμα τιμιώτερον → Haud ulla res pretiosior sapientia → Die Weisheit ist Besitz von allergrößtem Wert

Menander, Monostichoi, 416
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοναρχέω Medium diacritics: μοναρχέω Low diacritics: μοναρχέω Capitals: ΜΟΝΑΡΧΕΩ
Transliteration A: monarchéō Transliteration B: monarcheō Transliteration C: monarcheo Beta Code: monarxe/w

English (LSJ)

Ion. μουναρχέω, A to be sovereign, Pi.P.4.165, Pl.R.576b; ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος in this king's time, Hdt.5.61, cf. 46; κατὰ νόμους μ. Pl.Plt.301b: c. gen., ἑκόντων μ. Arist.Pol.1295a16:—Pass., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος ib.1255b19. II hold the office of μόναρχος at Cos, SIG805.6, Sor.Vit. Hippocr.

German (Pape)

[Seite 201] Alleinherrscher sein, καὶ βασιλεύειν, Pind. P. 4, 165; Plat. Polit. 301 b; ion. μουναρχέω, Her. 5, 46. 61; τινός, Strab. V, 249; pass., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος, Arist. pol. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
commander seul, régner souverainement.
Étymologie: μόναρχος.

Russian (Dvoretsky)

μοναρχέω: ион. μουναρχέω единолично владычествовать, одному управлять, неограниченно царствовать (μ. καὶ βασιλεύειν Pind.; κατὰ νόμους Plat.): ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος Her. в его царствование; μ. τινων Arst. царствовать над кем-л.

Greek (Liddell-Scott)

μοναρχέω: Ἰων. μουν-, εἶμαι μόναρχοςἀπόλυτος κύριος, Πινδ. Π. 4. 293, Πλάτ. Πολ. 576Β· ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος ἐπὶ τῆς μοναρχίας τούτου, Ἡρόδ. 5. 61, πρβλ. 46· κατὰ νόμους μ. Πλάτ. Πολιτικ. 301Β· μετὰ γεν., ἑκόντων μ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 10, 3· πολλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 1. 5, 5. ― Παθ., μοναρχεῖται πᾶς οἶκος ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 7, 1.

English (Slater)

μοναρχέω be sole ruler “μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν” (P. 4.165) c. dat. ἀλλ' ὅ γε Μέλαμπος οὐκ ἤθελεν λιπὼν πατρίδα μο[να]ρχε[ῖν] Ἄργει (Pae. 4.29)

Greek Monotonic

μοναρχέω: (μόναρχος), Ιων. μουν-, μέλ. -ήσω, είμαι απόλυτα άρχοντας, μονάρχης, σε Πίνδ., Πλάτ.· ἐπὶτούτου μουναρχέοντος, κατά την περίοδο που ήταν απόλυτος άρχοντας, σε Ηρόδ.· με γεν., ἑκόντων μοναρχούντων, σε Αριστ.

Middle Liddell

μοναρχέω, μόναρχος
to be sovereign, Pind., Plat.; ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος in this monarch's time, Hdt.; c. gen., ἑκόντων μ. Arist.