χλίδημα

From LSJ
Revision as of 18:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλῐδημα Medium diacritics: χλίδημα Low diacritics: χλίδημα Capitals: ΧΛΙΔΗΜΑ
Transliteration A: chlídēma Transliteration B: chlidēma Transliteration C: chlidima Beta Code: xli/dhma

English (LSJ)

ατος, τό, = χλιδή, E.IA74.

German (Pape)

[Seite 1359] τό, = χλιδή, Eur. I. A. 74.

French (Bailly abrégé)

ήματος (τό) :
parure, luxe.
Étymologie: χλιδάω.

Russian (Dvoretsky)

χλίδημα: ατος (ῐ) τό роскошь, пышность (βάρβαρον χ. Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

χλίδημα: τό, = χλιδή, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. (Νόθ.) 74.

Greek Monolingual

-ήματος, τὸ, Α
χλιδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χλι- του ρ. χλιαίνω με οδοντική παρέκταση -δ- + κατάλ. -η-μα].

Greek Monotonic

χλίδημα: τό, = χλιδή, σε Ευρ.

Middle Liddell

χλίδημα, ατος, τό, = χλιδή, Eur.]