ἐπαρχικός
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
ή, όν, A of or for an ἔπαρχος, ἐπαρχικὴ ἐξουσία the office of praefectus urbi, D.C.75.14. II ἐπαρχικοί, οἱ, provincials, Plu.Cic.36, IG22.1121.33 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 905] ή, όν, die Provinz betreffend, Plut. Cic. 36; ἐξουσία, die Macht des Präfekten, D. Cass. 75, 14.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne la province, provincial.
Étymologie: ἔπαρχος.
Russian (Dvoretsky)
ἐπαρχικός: областной, провинциальный Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαρχικός: -ή, -όν, ὁ, ἀνήκων εἰς ἔπαρχον, ὁ τοῦ ἐπάρχου, ἐπ. ἐξουσία, τὸ ἀξίωμα τοῦ Praefectus Urbis, Δίων Κάσ. 75. 14. ΙΙ. ἀνήκων εἰς ἐπαρχίαν, ἐπαρχιακός, Πλουτ. Κικ. 36, Συλλ. Ἐπιγρ. 356.
Greek Monolingual
ἐπαρχικός, -ή, -όν (Α) έπαρχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έπαρχο («επαρχική εξουσία»)
2. αυτός που ζει, κατοικεί στην επαρχία («δείπνων δὲ τοὺς ἐπαρχικοὺς ἀνῆκεν», Πλούτ.).
Greek Monotonic
ἐπαρχικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην επαρχία, επαρχιακός, σε Πλούτ.
Middle Liddell
ἐπαρχικός, ή, όν
provincial, Plut. [from ἔπαρχος