ἐπαρχικός

From LSJ
Revision as of 19:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαρχικός Medium diacritics: ἐπαρχικός Low diacritics: επαρχικός Capitals: ΕΠΑΡΧΙΚΟΣ
Transliteration A: eparchikós Transliteration B: eparchikos Transliteration C: eparchikos Beta Code: e)parxiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A of or for an ἔπαρχος, ἐπαρχικὴ ἐξουσία the office of praefectus urbi, D.C.75.14. II ἐπαρχικοί, οἱ, provincials, Plu.Cic.36, IG22.1121.33 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 905] ή, όν, die Provinz betreffend, Plut. Cic. 36; ἐξουσία, die Macht des Präfekten, D. Cass. 75, 14.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui concerne la province, provincial.
Étymologie: ἔπαρχος.

Russian (Dvoretsky)

ἐπαρχικός: областной, провинциальный Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαρχικός: -ή, -όν, ὁ, ἀνήκων εἰς ἔπαρχον, ὁ τοῦ ἐπάρχου, ἐπ. ἐξουσία, τὸ ἀξίωμα τοῦ Praefectus Urbis, Δίων Κάσ. 75. 14. ΙΙ. ἀνήκων εἰς ἐπαρχίαν, ἐπαρχιακός, Πλουτ. Κικ. 36, Συλλ. Ἐπιγρ. 356.

Greek Monolingual

ἐπαρχικός, -ή, -όν (Α) έπαρχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έπαρχο («επαρχική εξουσία»)
2. αυτός που ζει, κατοικεί στην επαρχία («δείπνων δὲ τοὺς ἐπαρχικοὺς ἀνῆκεν», Πλούτ.).

Greek Monotonic

ἐπαρχικός: -ή, -όν, αυτός που αναφέρεται στην επαρχία, επαρχιακός, σε Πλούτ.

Middle Liddell

ἐπαρχικός, ή, όν
provincial, Plut. [from ἔπαρχος

English (Woodhouse)

of a prefect

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)