ἀκαμαντομάχης
From LSJ
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
infatigable au combat.
Étymologie: ἀκάμας, μάχομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀκᾰμαντομάχης: неутомимый в бою (Ζηνὸς υἱοί Pind.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀκᾰμαντομάχης: -ου, ὁ, ἀκάματος ἐν μάχῃ, Πινδ. Π. 4. 304.
Greek Monotonic
ἀκᾰμαντομάχης: -ου, ὁ (μάχη), ακαταπόνητος στην μάχη, σε Πίνδ.