ζωόω
δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get
English (LSJ)
A impregnate, ζωοῦσα θορή Aret.SD2.5:—Pass., Porph.Gaur. 1.1, 3.1. 2 quicken, make alive, LXX Ps.79(80).18; endow with life, ἑαυτὸ οὐσιοῖ καὶ ζωοῖ Dam.Pr.80, Phlp.in GC200.6:—Pass., Hp. Alim.38, Gal.19.174,180, Phlp.in GC151.5, Id. in de An.64.7, al.; θηρίον ζωωθὲν τὸ σῶμα Plot.1.1.10, cf. 4.4.28; [γῆ] ἐζωωμένη Id.6.7.12. II Pass., of putrescent plants, breed worms, Thphr.CP5.18.2 (nisi leg. ζῳο-).
German (Pape)
[Seite 1144] bes. im pass., belebt werden; von Pflanzen = an Würmern leiden, Ath. II, 55 e, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ζωόω: γονιμοποιῶ, ζωογονῶ, ζωοῦσα θορὴ Ἀρεταῖ. π. Σημ. Χρον. Παθ. 2. 5· ἑρμηνευόμενον παρ’ Ἡσύχ. διὰ τοῦ ζωοποιεῖν. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ σηπομένων φυτῶν, παράγω, γεννῶ σκώληκας, σκωληκοῦμαι, θέρμος καὶ ὄροβος καὶ ἐρέβινθος μόνα οὐ ζωοῦται τῶν χεδροπῶν Θεόφρ. Αἰτ. φ. 5. 18, 2· πρβλ. ζωογονέω, ζωοποιέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζωόω [ζωός] levend maken.
Greek Monolingual
ζωῶ, ζωόω (AM) ζωός
μσν.
1. δίνω ζωή, προικίζω κάποιον με ζωή
2. ανασταίνω
αρχ.
1. ζωοποιώ, ζωογονώ, γονιμοποιώ
2. εμφυχώνω, ενθαρρύνω
3. παθ. ζωοῦμαι, -όομαι
α) δέχομαι, παίρνω ζωή
β) (για φυτά που σαπίζουν) γεμίζω σκουλήκια, σκουληκιάζω.