παραιβασίη
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
παραίβασις, v. παραβασία, παράβασις.
Greek (Liddell-Scott)
παραιβᾰσίη: παραίβασις, ἴδε ἐν λ. παράβασις Ι και ΙΙ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
(ποιητ. και επικ. τ.) βλ. παραβασία.