ἑτοιμοτόμος

From LSJ
Revision as of 06:55, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμοτόμος Medium diacritics: ἑτοιμοτόμος Low diacritics: ετοιμοτόμος Capitals: ΕΤΟΙΜΟΤΟΜΟΣ
Transliteration A: hetoimotómos Transliteration B: hetoimotomos Transliteration C: etoimotomos Beta Code: e(toimoto/mos

English (LSJ)

ον, ready to cut, χεῖρες AP9.282 (Antip. Thess.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
prêt à couper.
Étymologie: ἕτοιμος, τέμνω.

Greek Monolingual

ἑτοιμοτόμος, -ον (Α)
1. έτοιμος για κόψιμο
2. ο επιτήδειος στο κόψιμοἑτοιμοτόμοι χεῖρες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -τομος (< τέμνω), πρβλ. νεότομος].

Greek Monotonic

ἑτοιμοτόμος: -ον (τέμνω), έτοιμος για κόψιμο, σε Ανθ.

German (Pape)

χεῖρες, zum Schneiden bereit, Antip.Thess. 40 (IX.282).

Russian (Dvoretsky)

ἑτοιμοτόμος: готовый (от)резать (χεῖρες Anth.).

Middle Liddell

ἑτοιμο-τόμος, ον τέμνω
ready for cutting, Anth.