ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
η (Μ νοστιμάδα)
ευχάριστη γεύση, νοστιμιά («το αλάτι δίνει νοστιμάδα στα φαγητά»)
νεοελλ.
θελκτικότητα και χάρη, κομψότητα
μσν.
μτφ. ψυχική ή πνευματική ευχαρίστηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόστιμος + κατάλ. -άδα (πρβλ. φρονιμάδα)].