νεοποίκιλτος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
ον, = νεοποίκιλος.
Greek Monolingual
νεοποίκιλτος, -ον (Α)
νεοποίκιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ποικίλλω (< ποικίλος), πρβλ. πολυποίκιλτος].