νευρόδετος
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
νευρόδετος, -ον (Α)
τεντωμένος με νευρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρά «χορδή» + -δετός (< δέω), πρβλ. λινόδετος].
German (Pape)
f.l. für νευρένδετος, bei Maneth.