λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
-έςσκεπασμένος με σύννεφα, νεφοσκεπής, συννεφιασμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + -σκεπής (< σκέπω), πρβλ. θεοσκεπής].