πάνοπτος
From LSJ
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
ον, (ὄψομαι) seen of all, fully visible, Hsch.
German (Pape)
[Seite 461] von Allen gesehen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πάνοπτος: ον (ὄψομαι) «ὁ πανταχόθεν φαινόμενος» Ἡσύχ., Φώτ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που φαίνεται από παντού, αυτός που μπορούν να τον δουν οι πάντες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ὀπτός (Ι) (< θ. ὀπ- του ὄπωπα), πρβλ. ύποπτος].