παχυκάρδιος

From LSJ
Revision as of 11:10, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Τί γὰρ γένοιτ' ἂν ἕλκος μεῖζονφίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?

Sophocles, Antigone, 651-2
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχυκάρδιος Medium diacritics: παχυκάρδιος Low diacritics: παχυκάρδιος Capitals: ΠΑΧΥΚΑΡΔΙΟΣ
Transliteration A: pachykárdios Transliteration B: pachykardios Transliteration C: pachykardios Beta Code: paxuka/rdios

English (LSJ)

ον, = βαρυκάρδιος, Gloss.

German (Pape)

[Seite 539] dickherzig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχῠκάρδιος: -ον, = βαρυκάρδιος, «τί δέ ἐστι βαρυκάρδιοι, παχυκάρδιοι, σαρκικοὶ» Ἰω. Χρυσ. εἰς τοὺς Ψαλμ. 1, 528, 3.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο ψυχικά αναίσθητος, αδιάφορος, ασυγκίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παχυ- + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. βαρυκάρδιος].