ὀλίγαιμος

From LSJ
Revision as of 12:15, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀλῐγαιμος Medium diacritics: ὀλίγαιμος Low diacritics: ολίγαιμος Capitals: ΟΛΙΓΑΙΜΟΣ
Transliteration A: olígaimos Transliteration B: oligaimos Transliteration C: oligaimos Beta Code: o)li/gaimos

English (LSJ)

ον, oligaemic, oligemic, scant of blood, Hp. Oss.13, Arist.PA651b9, al.; ὀλιγαιμότατον ὁ χαμαιλέων ib.692a21.

German (Pape)

[Seite 319] mit wenigem Blute; Hippocr.; Arist. part. an. 2, 5.

Russian (Dvoretsky)

ὀλίγαιμος: (ῐγ) малокровный (ὁ χαμαιλέων Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀλίγαιμος: -ον, ὁ ἔχων ὀλίγον αἷμα, Ἱππ. 278. 1, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 5, 6, κ. ἀλλ.· ὀλιγαιμότατον ὁ χαμαιλέων αὐτόθι 4. 11, 21.

Greek Monolingual

και ολιγόαιμος, -η, -ο (Α ὀλίγαιμος και ὀλιγόαιμος, -ον)
αυτός που πάσχει από ολιγαιμία, αυτός που παρουσιάζει ποσοτική ανεπάρκεια αίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο)- (βλ. λ. λιγο-) + -αιμος (< αἷμα), πρβλ. πολύαιμος].