ὑπνοφόβης

From LSJ
Revision as of 12:15, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπνοφόβης Medium diacritics: ὑπνοφόβης Low diacritics: υπνοφόβης Capitals: ΥΠΝΟΦΟΒΗΣ
Transliteration A: hypnophóbēs Transliteration B: hypnophobēs Transliteration C: ypnofovis Beta Code: u(pnofo/bhs

English (LSJ)

ου, ὁ, driving away sleep, of Dionysus, AP9.524.21.

German (Pape)

[Seite 1207] ὁ, im Schlafe od. Traume schreckend, Bacchus, Hymn. (IX, 524, 21).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
qui trouble par des songes effrayants (Bacchus).
Étymologie: ὕπνος, φοβέω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπνοφόβης: ου adj. m пугающий во сне (эпитет Диониса) Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπνοφόβης: -ου, ὁ φοβῶν, πτοῶν τινα καθ’ ὕπνους, Ἀνθ. Παλατ. 9. 524, 21.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που φοβίζει κάποιον στον ύπνο του, εφιαλτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + -φόβης (< φέβομαι «φοβάμαι», πιθ. μέσω του τ. φόβη, ο οποίος, όμως, διαφέρει οημασιολογικώς), πρβλ. ὑδροφόβᾱς].

Greek Monotonic

ὑπνοφόβης: -ου, ὁ (φοβέω), αυτός που τρομάζει, φοβίζει κάποιον κατά την διάρκεια ύπνου, σε Ανθ.

Middle Liddell

ὑπνο-φόβης, ου, ὁ, φοβέω
scaring in sleep, Anth.