πρωτομαγιά
Greek Monolingual
η, Ν
1. η πρώτη ημέρα του Μαΐου
2. (λαογρ.) παραδοσιακή ανοιξιάτικη γιορτή της μεσαιωνικής και σύγχρονης Ευρώπης, της οποίας οι ρίζες πιθανώς να ανάγονται σε προχριστιανικές αγροτικές λατρευτικές τελετές, ενώ ο εθιμικός εορτασμός αυτής της ημέρας συμβολίζει την τελική νίκη του καλοκαιριού κατά του χειμώνα και μαζί την κατανίκηση του θανάτου από τη ζωή
3. φρ. «εργατική πρωτομαγιά» — η πρώτη Μαΐου ως γιορτή αφιερωμένη κάθε χρόνο σε εκδηλώσεις τιμής προς την εργασία και τους κοινωνικούς αγώνες τών εργαζομένων, γιορτή που καθιερώθηκε το 1889 από το ιδρυτικό συνέδριο της Β' Διεθνούς ως ημέρα διεθνούς αλληλεγγύης όλων τών μελών της στις διάφορες χώρες για την προβολή τών εργατικών διεκδικήσεων, με πρώτο αίτημα την καθιέρωση του οκταώρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο)- + Μάιος + κατάλ. –ιά (πρβλ. πρωταπριλιά)].