ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
[Seite 1201] an Pferden überreich, l. d. bei Aesch. Pers. 780, Schol. erkl. πολύϊππος, wo jetzt ὑπερπολλούς gelesen wird.
-ον, Α
αυτός που έχει πάρα πολλά νεαρά άλογα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + πῶλος «νεαρός ίππος» (πρβλ. ὑπόπωλος)].