ὑποκαύστρα
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ἡ, the hot-air space of a hypocaust, Gloss.: written ὑποκαστρα three times in PMag.Berol.2.48, al.
German (Pape)
[Seite 1219] ἡ, ein Heerd od. Ofen, u. ein darübergelegenes Gemach, Badstube, von unten zu heizen.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποκαύστρα: ἡ, ἡ κάμινος τοῦ ὑποκαύστρου, ὁ ὑποκάτωθεν τοῦ λουτρῶνος φοῦρνος, Τουρκ. «Κιουλχανές», Γλωσσ.
Spanish
Greek Monolingual
ἡ, Α
ο υπόγειος θάλαμος, η κάμινος του υποκαύστου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑποκαίω (πρβλ. ὑπόκαυσις) + κατάλ. -τρα (πρβλ. θερμάστρα)].
Léxico de magia
ἡ hipocausto de un baño, para arrojar un objeto τὸ ὑπογεγραμμένον ζῴδιον εἰς χάρτην γράψας τῷ σμυρνομέλαν, περιειλήσας ῥάκει ἀπὸ βιοθανάτου βάλε εἰς ὑποκαύστραν βαλανείου dibuja la figura indicada abajo en un rollo de papiro con tinta de mirra, envuélvela en un trozo de ropa de un muerto violentamente y arrójala en el hipocausto de un baño P II 48 P II 49 P II 51