οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
-ο, Ν
αυτός που δέχεται τις ψήφους («ψηφοδόχος κάλπη» — κιβώτιο στο οποίο οι ψηφοφόροι ρίχνουν τις ψήφους ή τα ψηφοδέλτια).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψήφος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. καπνοδόχος)].