σύρφαξ
ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.
English (LSJ)
ᾱκος, ὁ, A = συρφετός 2a, Ar.V.673 (anap.), Luc.Lex.4, etc. II as adjective, = συρφετώδης, δῆμος Anon. ap. Suid.
German (Pape)
[Seite 1041] ακος, ὁ, 1) = συρφετός, σύρφος; Ar. Vesp. 673 τὸν μὲν σύρφακα τὸν ἄλλον ἐκ κηθαρίου λαγαρυζόμενον, nach Schol. τὸ ἱκανὸν πλῆθος τῶν δικαστῶν, τὸν ὀχλώδη καὶ συρφετώδη, ἐξ εὐτελῶν τρεφόμενον. Vgl. Luc. Leziph. 4 Iov. Trag. 53. – 2) als adj. = συρφετώδης, Suid.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
tas d'immondices ; fig. ramassis de gens, populace.
Étymologie: σύρω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σύρφᾱξ -ᾱκος, ὁ [~ σύρω] gepeupel.
Russian (Dvoretsky)
σύρφαξ: ᾱκος ὁ досл. куча мусора, свалка, перен. подонки, сброд, отребье Arph., Luc.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
1. το ατάκτως συναθροιζόμενο πλήθος, ο συρφετός
2. ως επίθ. συρφετώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σύρω, με δασύ χειλικό ένθημα -φ- + επίθημα -αξ].
Greek Monotonic
σύρφαξ: -ᾱκος, ὁ, = συρφετός 1, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
σύρφαξ: -ᾱκος, ὁ, = συρφετός Ι. 1, Ἀριστοφ. Σφ. 678, Λουκ. Λεξιφ. 4, κτλ. ΙΙ ὡς ἐπίθ. = συρφετώδης, Σουΐδ.