κωλικός

From LSJ
Revision as of 09:12, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωλῐκός Medium diacritics: κωλικός Low diacritics: κωλικός Capitals: ΚΩΛΙΚΟΣ
Transliteration A: kōlikós Transliteration B: kōlikos Transliteration C: kolikos Beta Code: kwliko/s

English (LSJ)

κωλική, κωλικόν, (κῶλον ΙΙ.6) suffering in the colon, having colic, prob.l. in Dsc.2.54, Gal.8.40; ἡ κ. διάθεσις colic, from its being seated in the colon and parts adjacent, Id.8.384; κ. φάρμακα remedies for colic, Id.13.266; κ. ἀντίδοτος Androm. ap. eund.13.276. Adv. κωλικῶς Gal.19.3.

German (Pape)

[Seite 1542] das κῶλον, Darm, betreffend, ὀδύνη κωλική, u. ä. νόσος, διάθεσις, Darmleiden, Darmgicht, Kolik, κωλικὰ φάρμακα, Heilmittel gegen die Kolik, Medic. – Auch adv., Galen.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῐκός: -ή, -όν, (κῶλον ΙΙ. 6) πάσχων τὸ κῶλον, ἔχων τὸν «κώλικα» ἢ «κωλικόπονον», πιθ. γραφὴ ἐν Διοσκ. 2. 59· ἡ κ. διάθεσις, ὁ κωλικόπονος ἐπειδὴ ἔχει τὴν ἕδραν του ἐν τῷ κώλῳ (ἐντέρῳ) καὶ τοῖς πλησίον τόποις, Θεόφρ. (ἔνθα κωλιακός)· κ. φάρμακα, πραΰνοντα καὶ θεραπεύοντα τὸν πόνον, Ἰατ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Γαλην. 19. 3.

Greek Monolingual

και κολικός, -ή, -ό (AM κωλικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
ιατρ. το αρσ. ως ουσ. ο κωλικός
παροξυσμικός πόνος στον χώρο της κοιλιάς και ιδίως εκείνος που προκαλείται από τη σύσπαση τών μυϊκών τοιχωμάτων ενός κοίλου οργάνου, όπως, λ.χ., νεφρικής πυέλου ή χοληφόρων οδών, του οποίου το άνοιγμα έχει αποφραχθεί, παροδικά ή μόνιμα (α. «ηπατικός κωλικός» β. «νεφρικός κωλικός»)
νεοελλ.-μσν.
δυνατός πόνος εντέρου ή, γενικά, κάθε πόνος εντέρου
αρχ.
1. αυτός που έχει σχέση με το κόλον του παχέος εντέρου
2. φρ. α) «κωλικὴ διάθεσις» — κωλικόπονος
β) «κωλικὰ φάρμακα» — φάρμακα με τα οποία θεραπευόταν ο κωλικόπονος.
επίρρ...
κωλικῶς
με κωλικό πόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κῶλον, μτγν. τ. του κόλον «τμήμα του παχέος εντέρου», που σχηματίστηκε κατ' επίδραση της λ. κῶλον «μέλος» και του λατ. culus «πρωκτός» (βλ. Ρ. Chantraine, Dictionnaire etymologique de la langue grecque, λ. κόλον). Η γρφ. κολικός οφείλεται είτε σε σύνδεση με το κόλον είτε σε επίδραση ξεν. όρων, πρβλ. γαλλ. colique (< λατ. colicus < κωλικός)].