σκολλυφόρος
χλανίσι δὲ δὴ φαναῖσι περιπεπεµµένοι καὶ µαστίχην τρώγοντες, ὄζοντες µύρου. τὸ δ’ ὅλον οὐκ ἐπίσταµαι ἐγὼ ψιθυρίζειν, οὐδὲ κατακεκλασµένος πλάγιον ποιήσας τὸν τράχηλον περιπατεῖν, ὥσπερ ἑτέρους ὁρῶ κιναίδους ἐνθάδε πολλοὺς ἐν ἄστει καὶ πεπιττοκοπηµένους → Dressed up in bright clean fine cloaks and nibbling pine-thistle, smelling of myrrh. But I do not at all know how to whisper, nor how to be enervated, and make my neck go back and forth, just as I see many others, kinaidoi, here in the city, do, and waxed with pitch-plasters.
English (LSJ)
σκολλυφόρον, wearing a σκόλλυς, Hsch. s.v. κοννοφόρων. σκολοβράω, to be displeased, vexed, Id. σκολοῖς· δρεπάνοις, Id.
Greek (Liddell-Scott)
σκολλυφόρος: -ον, ὁ φέρων λόφον τριχῶν ἐπὶ τῆς κορυφῆς, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει μία τούφα μαλλιών στην κορυφή του κεφαλιού του, κοννοφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκόλλυς «τρόπος κουρέματος» + -φόρος].