φιλιωτής
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
φιλιωτοῦ, ὁ, one who reconciles, Suid. s.v. διαλλακτής.
German (Pape)
[Seite 1278] ὁ, der Befreundende, Freundschaft Stiftende, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ διαλλάττων, συμφιλιώνων, Σουΐδ. ἐν λέξ. διαλλακτής· φιλιωτικός, ή, όν, ἀναγνωστέον ἐν Θεολ. Ἀριθμ. σ. 5, σημ. ἐν σ. 160.
Greek Monolingual
ὁ, Α φιλιώ
(κατά το λεξ. Σούδα) συμφιλιωτής.