ὑπερθαύμαστος
From LSJ
ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat
English (LSJ)
ὑπερθαύμαστον, most admirable, AP15.16 (Const. Rhod.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait admirable.
Étymologie: ὑπερθαυμάζω.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερθαύμαστος: изумительный, чудесный Anth.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερθαύμαστος: -ον, λίαν ἢ πλεῖστον ὅσον θαυμαστός, Ἀνθ. Π. 15. 16.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ θαυμαστός
εξαιρετικά θαυμαστός.
Greek Monotonic
ὑπερθαύμαστος: -ον, ο πιο αξιοθαύμαστος, σε Ανθ.