κτηνίατρος

From LSJ
Revision as of 09:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Κέρδος πονηρὸν ζημίαν ἀεὶ φέρει → Quaestus iniquos damna consequi solent → Unehrlicher Gewinn trägt immer Strafe ein

Menander, Monostichoi, 301
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτηνίατρος Medium diacritics: κτηνίατρος Low diacritics: κτηνίατρος Capitals: ΚΤΗΝΙΑΤΡΟΣ
Transliteration A: ktēníatros Transliteration B: ktēniatros Transliteration C: ktiniatros Beta Code: kthni/atros

English (LSJ)

ὁ, cattle-doctor, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1519] ὁ, Vieharzt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κτηνίατρος: ὁ, ὡς καὶ νῦν ἰατρὸς κτηνῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Μ κτηνίατρος)
1. ειδικός γιατρός που θεραπεύει τις ασθένειες τών κτηνών, που φροντίζει για την υγεία τών ζώων
2. αξιωματικός του κτηνιατρικού κλάδου με βαθμό λοχαγού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆνος + ἰατρός.