προσθετικός

From LSJ
Revision as of 10:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν → always try to please your masters, always be obsequious to the masters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσθετικός Medium diacritics: προσθετικός Low diacritics: προσθετικός Capitals: ΠΡΟΣΘΕΤΙΚΟΣ
Transliteration A: prosthetikós Transliteration B: prosthetikos Transliteration C: prosthetikos Beta Code: prosqetiko/s

English (LSJ)

προσθετική, προσθετικόν,
A adding: repletive, opp. ἀφαιρετικός, Herod.Med. ap. Orib.7.8.2; giving additional power, furthering, δύναμις π. εἰς τὸ τίκτειν Porph. ap. Eus.PE3.11; nutritive, βοηθήματα Gal.14.694. Adv. προσθετικῶς, θεραπεύειν Herod.Med. ap. Aët.5.129.
II Astron., advancing, of planets, ἡμικύκλιον Ptol.Alm.13.2, cf. Tetr.52, Paul.Al.G.1.
2 τροπὴ -ωτέρα adding heat to the sun (cf. πρόσθεσις vi), PMag.Leid.W.10.14.

Greek (Liddell-Scott)

προσθετικός: -ή, -όν, ὁ διατεθειμένος νὰ προσθέσῃ, ὁ παρέχων πρόσθετον δύναμιν, Πορφύρ. παρ’ Εὐσεβ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 113Β, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 166, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προσθετικός, -ή, -όν, ΝΜΑ προστίθημι
ο κατάλληλος για πρόσθεση, αυτός που συντελεί στην πρόσθεση («προσθετική μηχανή»)
νεοελλ.
φρ. α) «προσθετική ομάδα»
(βιοχ.) το μη πρωτεϊνικό τμήμα του μορίου τών ετεροπρωτεϊνών, που αποχωρίζεται με υδρόλυση, χημική ή ενζυμική
β) «προσθετικές εργασίες»
ιατρ. τοποθέτηση τεχνητών δοντιών
αρχ.-μσν.
αυτός που προσδίδει, που παρέχει πρόσθετες δυνατότητες («δύναμις προσθετική εἰς τὸ τίκτειν», Ευσ.)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στη θρέψη, θρεπτικός («προσθετικά βοηθήματα», Γαλ.)
2. αστρον. (για πλανήτες) προχωρητικός («προσθετικὸν ἡμικύκλιον», Πτολ.)
3. (για τον Ήλιο) εκείνος που παρουσιάζει μεγαλύτερη θερμότητα («τροπὴ προσθετικωτέρα», παπ.).
επίρρ...
προσθετικῶς Α
με τη θρέψη («προσθετικῶς θεραπεύειν», Αέτ.).