ἐπικράτησις

From LSJ
Revision as of 10:27, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικρᾰτησις Medium diacritics: ἐπικράτησις Low diacritics: επικράτησις Capitals: ΕΠΙΚΡΑΤΗΣΙΣ
Transliteration A: epikrátēsis Transliteration B: epikratēsis Transliteration C: epikratisis Beta Code: e)pikra/thsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A mastering, conquest of, Αἰγινητῶν Th.1.41.
II. supreme power, ἡ τοῦ Καίσαρος ἐν τῇ Ῥώμῃ D.C.47.21.
III. of things, prevalence, Gal.4.629, 19.488; ἡ οὐκ ἴση ἐ. Plot.5.7.2; ἐ. αἰθέρος, name given to the predominance of πῦρ τεχνικόν at the ἐκπύρωσις, Stoic.2.185.

German (Pape)

[Seite 953] ἡ, das Überwältigen, der Sieg, τῶν Αἰγινητῶν, über die Aeg., Thuc. 1, 41; Sp.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
victoire sur, gén..
Étymologie: ἐπικρατέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπικράτησις: εως (ᾰ) ἡ перевес, победа (παρέχειν τινὶ ἐπικράτησίν τινος Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπικράτησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπικρατεῖν τινος, νικᾶν, καταβάλλειν, παρέσχεν ὑμῖν Αἰγινητῶν μὲν ἐπικράτησιν, Σαμίων δὲ κόλασιν Θουκ. 1. 41, πρβλ. Πολυδ. Θ΄, 142. ΙΙ. παντοδυναμία, κυριαρχία, κατὰ τὴν τοῦ Καίσαρος ἐν Ρώμῃ ἐπικράτησιν Δίων Κ. 47. 21. ΙΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ὑπερίσχυσις, κατὰ τὴν τῆς θηλείας ἐπικράτησιν Γαλην. τ. 4. σ. 629. 15 καὶ τ. 19. σ. 488. 4, κτλ.

Greek Monotonic

ἐπικράτησις: -εως, ἡ, νίκη έναντι, τινος, σε Θουκ.

Middle Liddell

ἐπικράτησις, εως
victory over, τινος Thuc.

English (Woodhouse)

conquering

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)